- εθνοποιώ
- (-έω)εθνικοποιώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εθνοποιώ — εθνοποίησα, εθνοποιήθηκα, εθνοποιημένος· βλ. εθνικοποιώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εθνικοποιώ — εθνικοποίησα, εθνικοποιήθηκα, εθνικοποιημένος, και εθνοποιώ κάνω εθνικοποίηση (βλ. λ.), κρατικοποιώ: Με το σοσιαλισμό θα εθνικοποιηθούν τα ιδιωτικά σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)